βιοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βίο, στη ζωή: Ελπίζουμε στην άνοδο του μέσου βιοτικού επίπεδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβιοτικός — ή, ό ο μη βιοτικός, ο ακατάλληλος για τη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιοτικός] … Dictionary of Greek
Antibiotic — In modern usage, an antibiotic is a chemotherapeutic agent with activity against microorganisms such as bacteria, fungi or protozoa. [cite book|author=Davey PG|chapter=Antimicrobial chemotherapy|editor=Ledingham JGG, Warrell DA|title=Concise… … Wikipedia
Antibiótico — Anuncio público aproximadamente de 1944, durante la Segunda Guerra Mundial, sobre la actividad de la penicilina, uno de los primeros antibióticos … Wikipedia Español
αβιωτικός — ή, ό βλ. ορθότ. αβιοτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιοτικός] … Dictionary of Greek
βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός … Dictionary of Greek
σαπροβιοτικός — ή, ό, Ν βιολ. (για οργανισμό) 1. αυτός που τρέφεται με ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, σε λάσπη πλούσια σε απορρίματα και άλλες αποσυντεθειμένες ουσίες, αλλ. σαπροφάγος ή πηλοφάγος 2. φρ. «σαπροβιοτικό… … Dictionary of Greek
φανεροβιοτικός — ή, ό, Ν όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα καταφανή, τα έκδηλα φαινόμενα τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + βιοτικός] … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
ԿԵՆՑԱՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1089 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c ա. βιοτικός, κοσμικός hujus vitae, saecularis, mundanus, civilis. Սեպհական կենցաղոյս. աշխարհական. երկրաւոր. անցաւոր. եւ Կենցաղօգուտ. ... *զամենայն զկենցաղականս ʼի բաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)