βιοτικός

βιοτικός
-ή, -ό (AM βιοτικός, -ή, -όν) [βίοτος ή βιοτή]
1. ο σχετικός με τις ανθρώπινες φροντίδες για τις υλικές ανάγκες της ζωής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοτικά
α) τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία για τη ζωή
β) τα εγκόσμια, σε αντίθεση με την πνευματική ζωή
νεοελλ.
φρ.
1. «βιοτικό δυναμικό» — η μέγιστη αναπαραγωγική ικανότητα ενός οργανισμού κάτω από άριστες συνθήκες περιβάλλοντος
2. «βιοτικό επίπεδο» — όρος που περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης ατόμου ή συνόλου ατόμων ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών
αρχ.
ο επιδέξιος στην απόκτηση των απαραίτητων για τη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βίο, στη ζωή: Ελπίζουμε στην άνοδο του μέσου βιοτικού επίπεδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβιοτικός — ή, ό ο μη βιοτικός, ο ακατάλληλος για τη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιοτικός] …   Dictionary of Greek

  • Antibiotic — In modern usage, an antibiotic is a chemotherapeutic agent with activity against microorganisms such as bacteria, fungi or protozoa. [cite book|author=Davey PG|chapter=Antimicrobial chemotherapy|editor=Ledingham JGG, Warrell DA|title=Concise… …   Wikipedia

  • Antibiótico — Anuncio público aproximadamente de 1944, durante la Segunda Guerra Mundial, sobre la actividad de la penicilina, uno de los primeros antibióticos …   Wikipedia Español

  • αβιωτικός — ή, ό βλ. ορθότ. αβιοτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιοτικός] …   Dictionary of Greek

  • βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός …   Dictionary of Greek

  • σαπροβιοτικός — ή, ό, Ν βιολ. (για οργανισμό) 1. αυτός που τρέφεται με ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, σε λάσπη πλούσια σε απορρίματα και άλλες αποσυντεθειμένες ουσίες, αλλ. σαπροφάγος ή πηλοφάγος 2. φρ. «σαπροβιοτικό… …   Dictionary of Greek

  • φανεροβιοτικός — ή, ό, Ν όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα καταφανή, τα έκδηλα φαινόμενα τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + βιοτικός] …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՆՑԱՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1089 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c ա. βιοτικός, κοσμικός hujus vitae, saecularis, mundanus, civilis. Սեպհական կենցաղոյս. աշխարհական. երկրաւոր. անցաւոր. եւ Կենցաղօգուտ. ... *զամենայն զկենցաղականս ʼի բաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”